ίσκα

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source

Greek Monolingual

και ήσκα και ύσκα, η (ΑΜ ἴσκα και ὕσκα)
1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές
2. η ξεραμένη σάρκα του ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].