αίθυια
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α αἴθυια)
αρχ.
1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης
2. επωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων
3. το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω
η ονομασία του πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].
η (Α αἴθυια)
αρχ.
1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης
2. επωνυμία της Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων
3. το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω
η ονομασία του πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του].