ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
ἀγλαοεργός, -ον (Α)ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.