αδελφικός
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
και αδερφικός, -ή, -ό (Α ἀδελφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε αδέλφια
νεοελλ.
αγαπητός σαν αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός.
ΠΑΡ. αδελφικάτος, αδελφικότητα].