αγγελόμορφος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
-η, -ο
αυτός που έχει αγγελική μορφή, ωραίος, αγγελοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + μορφή.