αεροδόχος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα
2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος
α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας
β) ο υποδοχέας του αέρα στον αεραγωγό
γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -δόχος < δέχομαι.