αιθριάζω

Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αἰθριάζω) νεοελλ.
(για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω
αρχ.
1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο
2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα].