ακινητοποίηση

Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η ακινητοποιώ
το να καθιστά κανείς κάποιον ή κάτι ακίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακινητοποιώ
η λ. ως όρος ιατρικός, οικονομικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immobilization].