αλλαντοποιός
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
ο (Α ἀλλαντοποιός)
παρασκευαστής αλλαντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς (-ᾶντος) + ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαντοποιείο, αλλαντοποιία].