νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ἀλφιτοσιτῶ (-έω) (Α)τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφιτόσιτος < ἄλφιτα + σίτος].