αλωνιστής

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

I ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα)
1. αυτός που αλωνίζει και (γενικά) αυτός που εργάζεται στα αλώνια
2. (ως κύριο όνομα) ο Αλωνάρης, ο μήνας Ιούλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιστικός].II ο αλωνεύω
1. ο αλωνιστής
2. ο αλωνάρης, ο Ιούλιος μήνας.