αμοιβός
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Greek Monolingual
ἀμοιβός, ο (Α)
1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί
οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους
3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή
β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον
4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω.
ΣΥΝΘ. αργυραμοιβός
αρχ.
ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός.