αμυγδαλόμαζα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
η
ζύμη από κοπανισμένα αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + μάζα. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1887 στην εφημερίδα Εστία].