ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
ἀμφιπεριπλάσσω (Α)(για φάρμακο) απλώνω ολόγυρα, επαλείφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιπλάσσω.