αμάξι
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
το (Α ἁμάξιον)
1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα
2. νεοελλ. αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον, υποκορ. της λ. ἅμαξα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος].