τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
ἀμφιπίπτω (και ποιητ. -πίτνω) (Α)
1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά
2. ασπάζομαι, χαιρετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πίπτω.