δεκαπλασιάζω
From LSJ
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
English (LSJ)
A multiply by ten, LXXBa.4.28, Ph.1.462.
German (Pape)
[Seite 542] verzehnfachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαπλασιάζω: μέλλ. -άσω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ δέκα, Φιλω. 1. 462.
Spanish (DGE)
multiplicar por diez, decuplicar δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios), LXX Ba.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.Haer.1.15.2, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.465.4, 463.1.
Greek Monolingual
(AM δεκαπλασιάζω)
δεκαπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί δέκα, κάνω κάτι δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο
νεοελλ.
κάνω κάτι πολύ μεγαλύτερο, το αυξάνω πάρα πολύ.