διακλήρωσις
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
εως, ἡ, A allotment, apportionment, App.BC1.14, Iamb.Myst.2.3. 2 perh. f.l. for ἀποκλήρωσις, Porph.Abst.1.41.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, die Verloosung, Sp.; Wahl durchs Loos, App. B. C. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
διακλήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ῥίψιμον τῶν κλήρων, Ἀππ. Ἐμφ. 2, 47, Γρ. Νύσσ. 1, 364 καὶ ἄλλ., Ἐκκλ., Πορφύρ. Ἀπ. 34Β.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
sorteo en un reparto de propiedades PDura 19.6 (I d.C.), para la presidencia de una asamblea (ἠξίουν) αὖθις ἐς ἅπαντας τὴν διακλήρωσιν περιιέναι (opinaban) que había que efectuar de nuevo el sorteo entre todos App.BC 1.14, ἐκ διακληρώσεως Gr.Nyss.Eun.1.526, cf. Ref.Eun.331.6, 19, Porph.Abst.1.41, Procl.in Ti.3.219.24
•lote κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν διακλήρωσιν Iambl.Myst.2.3.