διευλαβητέον
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
A one must take heed to, τὰ τοιαῦτα Id.R.536a.
Greek (Liddell-Scott)
διευλαβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διευλαβοῦμαι ταῦτα Πλάτ. Πολ. 536Α.
Spanish (DGE)
hay que guardarse de πάντα τὰ τοιαῦτα Pl.R.536a.
Greek Monotonic
διευλαβητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παίρνεται σοβαρά υπόψιν, σε Πλάτ.