δρυφάκτωμα
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ατος, τό, A enclosure, Str.13.4.14.
German (Pape)
[Seite 670] τό, ein eingezäunter Platz, Strab. XIII p. 629.
Greek (Liddell-Scott)
δρυφάκτωμα: τό, περίφραγμα, Στράβων 629.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
parapeto en torno a una sima a modo de barandilla δ. τετραγώνον Str.13.4.14.
Greek Monolingual
δρυφάκτωμα (-ατός), το (Α)
τόπος περιφραγμένος με δρύφακτο.