εἰσάφασμα
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
[ᾰφ], ατος, τό, A touch, grasp, A.Fr.204 (pl.).
German (Pape)
[Seite 741] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάφασμα: τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
impacto A.Fr.204.