εὐρυνεφής
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ές, A lord of spreading clouds, Ζεύς B.15.17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυνεφής: -ές, ὁ ἔχων εὐρέα νέφη, εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ Ζηνὶ Βακχυλ. XV (XVI), 17, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
εὐρυνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, πυκνο-νεφής].