κάνασθον

Revision as of 21:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = κάναστρον, Schwyzer748.3 (Naucratis).

Greek Monolingual

κάνασθον, τὸ (Α)
επιγρ. αντί κάνιστρον, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. -σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό].