κάνασθον

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνασθον Medium diacritics: κάνασθον Low diacritics: κάνασθον Capitals: ΚΑΝΑΣΘΟΝ
Transliteration A: kánasthon Transliteration B: kanasthon Transliteration C: kanasthon Beta Code: ka/nasqon

English (LSJ)

τό, = κάναστρον, Schwyzer748.3 (Naucratis).

Greek Monolingual

κάνασθον, τὸ (Α)
επιγρ. αντί κάνιστρον, πανέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα. Δυσερμήνευτη η κατάλ. -σθον, που απαντά μόνο στο παρόν ουσιαστικό].