καθυπόκειμαι
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
strengthd. for ὑπόκ-, A to be 'in being', 'in evidence', Artem.1.1.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. κεῖμαι), = ὑπόκειμαι, Artemidor. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπόκειμαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπόκειμαι, Ἀρτεμίδ. ἐν Ὀνειρ. 1. 1.
Greek Monolingual
καθυπόκειμαι (Α)
επιτατ. του ὑπόκειμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπό-κειμαι «βρίσκομαι από κάτω»].