καλόφιλος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, A gloss on εὔξεινος, Sch.Opp.H.1.627.
German (Pape)
[Seite 1314] Erkl. von εὔξεινος, Schol. Opp. H. 1, 627.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλόφῐλος: -ον, = εὔφιλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 627, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Εὔξεινος (πόντος).