εὔξεινος
From LSJ
English (LSJ)
Ionic for εὔξενος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. εὔξενος.
German (Pape)
ion. und p. = εὔξενος.
Russian (Dvoretsky)
εὔξεινος: ион. = εὔξενος.
Mantoulidis Etymological
(=φιλόξενος). Ἀπό τό εὖ + ξένος. (Εὔξεινος Πόντος, ἀντί ἄξενος ἀπό τίς ἄγριες φυλές πού κατοικοῦσαν στά παράλιά του, κατ' εὐφημισμό).