καρπόδεσμος
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
ὁ, A bandage for wrist, Sor.Fasc.50, Cass.Fel.24.
Greek Monolingual
καρπόδεσμος, ὁ (Α)
το δέσιμο του καρπού του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (ΙΙ) + δεσμός (< δέω [ΙΙ])].