καπύω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A breathe forth, Ep.aor.1 κάπυσσεν Q.S.6.523; cf. κεκαφηώς.
German (Pape)
[Seite 1324] athmen, hauchen; ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε, s. unter ἀποκαπύω; danach sagt Qu. Sm. 6, 523 ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν, die Seele aushauchen. Hiezu gehört Hesych. Glosse καπυκτά, πνέοντα. Vgl. κάπω, κάπος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπύω: ἐκπνέω, ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν Κόϊντ. Σμ. 6. 523· ἴδε ἀποκαπύω. - Καθ’ Ἡσύχ: «ἐκάπυσ(σ)εν· ἐξέπνευσεν· κάπυς γὰρ τὸ πνεῦμα».
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. κάπυσσε;
exhaler.
Étymologie: cf. καπνός.
English (Autenrieth)
only aor., ἀπὸ (adv.) δὲ ψῦχὴν ἐκάπυσσεν, breathed forth (in a swoon), Il. 22.467†.
Greek Monolingual
καπύω (Α) κάπυς
(κατά τον Ησύχ.) εκπνέω.
Russian (Dvoretsky)
καπύω: Hom. см. ἀποκαπύω.