Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: κατακαρφής | Medium diacritics: κατακαρφής | Low diacritics: κατακαρφής | Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΦΗΣ |
Transliteration A: katakarphḗs | Transliteration B: katakarphēs | Transliteration C: katakarfis | Beta Code: katakarfh/s |
ές, A dried, φλοιός (of a turnip) Nic.Fr.70.9.
κατακαρφής, -ές (Α)
(για φλοιό) αποξηραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρφής (< κάρφος «άχυρο»), πρβλ. α-καρφής].