καταχρηματίζω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
A deal with, SIG1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), GDI 3624a32 (ibid.): dispose of property, POxy.506.42 (ii A.D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρηματίζω: χρηματίζω, καταχρηματιζόντω οἱ ναποῖαι τὸς ἀπογραψαμένος, καθότι καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.
Greek Monolingual
καταχρηματίζω (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. συναλλάσσομαι
2. διαθέτω την περιουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»].