καταχρηματίζω

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρηματίζω Medium diacritics: καταχρηματίζω Low diacritics: καταχρηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katachrēmatízō Transliteration B: katachrēmatizō Transliteration C: katachrimatizo Beta Code: kataxrhmati/zw

English (LSJ)

   A deal with, SIG1023.73 (Cos, iii/ii B.C.), GDI 3624a32 (ibid.): dispose of property, POxy.506.42 (ii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρηματίζω: χρηματίζω, καταχρηματιζόντω οἱ ναποῖαι τὸς ἀπογραψαμένος, καθότι καὶ τἄλλα γράμματα χρηματίζοντι Ἐπιγρ. Κῶ.

Greek Monolingual

καταχρηματίζω (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. συναλλάσσομαι
2. διαθέτω την περιουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρηματίζω «κάνω χρηματικές συναλλαγές»].