καταχωρισμός
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ, A registration, deposit in a registry, PAmh.2.35.37 (ii B.C.), POxy.514.4 (ii A.D.), etc.: setting in order, πράξεων Andronic.Rhod.p.576 M. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχωρισμός: ὁ, τὸ καταχωρίζειν, κατατάττειν καὶ ἐγγράφειν.
Greek Monolingual
ὁ (Α καταχωρισμός) καταχωρίζω
καταχώριση
αρχ.
διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση.