κελλάριον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ, Hdn.Gr.2.13], τό, A cupboard for glasses, κ. τριλάγυνον POxy.741.12 (ii A.D.), PLond.2.191.9 (ii A.D.); store-chamber, POxy.1851 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1415] τό, = cellarium, Sp.; auch κέλλιον, Pallad. 85 (XI, 351).
Greek (Liddell-Scott)
κελλάριον: τό, ἀπὸ τοῦ ῥωμαϊκοῦ cella (ὡς καὶ τὸ σουδάριον), λέγεται δὲ καὶ κέλλιον, Παλλάδ. 85 (11. 351).