λειόπους
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A flat-footed, Gal.18(1).613.
German (Pape)
[Seite 24] -ποδος, glattfüßig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λειόπους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, ἔχων λείους πόδας, Ἡσύχ.
Full diacritics: λειόπους | Medium diacritics: λειόπους | Low diacritics: λειόπους | Capitals: ΛΕΙΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: leiópous | Transliteration B: leiopous | Transliteration C: leiopous | Beta Code: leio/pous |
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A flat-footed, Gal.18(1).613.
[Seite 24] -ποδος, glattfüßig, Hesych.
λειόπους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, ἔχων λείους πόδας, Ἡσύχ.