κηρομάρμαρος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ὁ, A cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.
Greek Monolingual
κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος.