στεγανοποίηση
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
Greek Monolingual
η, Ν στεγανοποιώ
1. το να καθίσταται στεγανό κάτι
2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτά η κοινή γνώμη αλλά ούτε και το υπόλοιπο προσωπικό τών αντίστοιχων υπηρεσιών.