κνάφαλλον
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
τό, A v. κνέφαλλον.
Greek (Liddell-Scott)
κνάφαλλον: ᾰ, τό, ἴδε κνέφαλον.
Greek Monolingual
κνάφαλλον, τὸ (Α)
βλ. γνάφαλλον.
Greek Monotonic
κνάφαλλον: [ᾰ], τό, βλ. κνέφαλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνάφαλλον -ου, τό, Aeol. γνόφαλλον [κνάφος] vlokje wol; uitbr. kussen:. μόλθακον... γνόφαλλον zacht kussen Alc. 338.8.