κνῆμα
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
A v. κνῆσμα.
German (Pape)
[Seite 1460] τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆμα: τό, (κνάω) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.