κολαπτός

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολαπτός Medium diacritics: κολαπτός Low diacritics: κολαπτός Capitals: ΚΟΛΑΠΤΟΣ
Transliteration A: kolaptós Transliteration B: kolaptos Transliteration C: kolaptos Beta Code: kolapto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.