τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: κορδύλειος | Medium diacritics: κορδύλειος | Low diacritics: κορδύλειος | Capitals: ΚΟΡΔΥΛΕΙΟΣ |
Transliteration A: kordýleios | Transliteration B: kordyleios | Transliteration C: kordyleios | Beta Code: kordu/leios |
[ῡ], α, ον, A made from κορδύλη 111, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.
κορδύλειος, -εία, -ον (Α) κορδύλη
κατασκευασμένος από το είδος τον(ν)ου σκορδύλη («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).