κυμβαλοκρούστης
From LSJ
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ου, ὁ, A = κυμβαλιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.
Greek Monolingual
κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α)
κυμβαλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)].