λέπτω

From LSJ
Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπτω Medium diacritics: λέπτω Low diacritics: λέπτω Capitals: ΛΕΠΤΩ
Transliteration A: léptō Transliteration B: leptō Transliteration C: lepto Beta Code: le/ptw

English (LSJ)

   A v. λέπω 11.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.