λιθοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 11:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκάρδιος Medium diacritics: λιθοκάρδιος Low diacritics: λιθοκάρδιος Capitals: ΛΙΘΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: lithokárdios Transliteration B: lithokardios Transliteration C: lithokardios Beta Code: liqoka/rdios

English (LSJ)

ον,    A stony-hearted, Sch.E.Or.121.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem Herzen, ἄνθρωπος, Schol. Eur. Or. 121; K. S..

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

λιθοκάρδιος, -ον (AM)
σκληρόκαρδος
μσν.
μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κάρδιος (< -καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].