λοιπάζω
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
A leave, Gloss.:—Pass., to be left over, remain, POxy.1194.3 (iii A. D.), Sch.Ar.Pl.227, etc.; to be in need, Anon.in EN448.23 (v.l. λειπ-).
Greek Monolingual
λοιπάζω (AM) λοιπάς
1. οφείλω, χρωστώ
2. παθ. λοιπάζομαι
μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιπο («ὅπερ ἧκον ἄγοντες λοιπασθὲν ἀπὸ τῆς θυσίας», Αριστοφ.)
αρχ.
παθ. έχω ένδεια, βρίσκομαι σε ανάγκη.