απομένω
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
(AM ἀπομένω)
υπολείπομαι
μσν.
1. παραμένω, μένω πίσω
2. μένω ζωντανός
3. διατηρούμαι
4. μένω ακίνητος
5. πεθαίνω ξαφνικά
6. καταντώ
7. υπομένω
νεοελλ.
1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους»)
2. μένω με το στόμα ανοιχτό, κατάπληκτος («μόλις τ' άκουσε, απόμεινε»).