απομένω
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Greek Monolingual
(AM ἀπομένω)
υπολείπομαι
μσν.
1. παραμένω, μένω πίσω
2. μένω ζωντανός
3. διατηρούμαι
4. μένω ακίνητος
5. πεθαίνω ξαφνικά
6. καταντώ
7. υπομένω
νεοελλ.
1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους»)
2. μένω με το στόμα ανοιχτό, κατάπληκτος («μόλις τ' άκουσε, απόμεινε»).