αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: λοξόπορος | Medium diacritics: λοξόπορος | Low diacritics: λοξόπορος | Capitals: ΛΟΞΟΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: loxóporos | Transliteration B: loxoporos | Transliteration C: loksoporos | Beta Code: loco/poros |
ον, A moving aslant, of the Moon, Hymn.Is.30.
λοξόπορος: -ον, ὁ πορευόμενος λοξῶς, ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 573. 8.
λοξόπορος, -ον (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που πορεύεται λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πόρος (πρβλ. αραιό-πορος, στενό-πορος)].