μεγαλοχάσμων

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοχάσμων Medium diacritics: μεγαλοχάσμων Low diacritics: μεγαλοχάσμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΧΑΣΜΩΝ
Transliteration A: megalochásmōn Transliteration B: megalochasmōn Transliteration C: megalochasmon Beta Code: megaloxa/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A wide-gaping, χάνναι Epich.67.

German (Pape)

[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.

Greek Monolingual

μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].