μεγαλοεργός

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργός Medium diacritics: μεγαλοεργός Low diacritics: μεγαλοεργός Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: megaloergós Transliteration B: megaloergos Transliteration C: megaloergos Beta Code: megaloergo/s

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργός, όν,    A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. μεγαλουργής.

Greek Monolingual

μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργός: стяж. μεγᾰλουργός 2 Plut., Luc. = μεγαλοεργής.

Middle Liddell

= μεγαλοεργής, Plut.]