ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: μεμηκώς | Medium diacritics: μεμηκώς | Low diacritics: μεμηκώς | Capitals: ΜΕΜΗΚΩΣ |
Transliteration A: memēkṓs | Transliteration B: memēkōs | Transliteration C: memikos | Beta Code: memhkw/s |
A v. μηκάομαι.
μεμηκώς: ἴδε ἐν λ. μηκάομαι.
v. μηκάομαι.
see μηκάομαι.
μεμηκώς: μτχ. παρακ. του μηκάομαι.
μεμηκώς: part. pl. к μηκάομαι.