μελλυμέναιος
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
ον, A = μελλόνυμφος, IPE2.86 (Panticapaeum).
Greek Monolingual
μελλυμέναιος, -ον (Α)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»].